Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψολώ — όω, Α (κατά τον Ησύχ.) (το απρμφ. αορ.) ψολῶσαι «ψιλῶσαι, ῥινῆσαι» … Dictionary of Greek
ψόλωι — ψόλῳ , ψόλος soot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)